Καθώς σήμερα Δευτέρα 25 Μαΐου 2020 ξεκινάει στη Βουλή η συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που μεταξύ άλλων ρυθμίζει κάποια θέματα της καλλιέργειας της κλωστικής-βιομηχανικής κάνναβης στη χώρα μας, η αγωνία των Ελλήνων καλλιεργητών του φυτού μεγαλώνει.
Όπως αναφέρει το Cannabis News Gr, σε μια από τις τροπολογίες του το νομοσχέδιο ορίζει ότι εάν η παραγωγή του φυτού ξεπεράσει το όριο του 0,2% σε περιεκτικότητα τετραυδροκανναβινόλης – THC, όλη η παραγωγή οφείλει να πέσει (κυριολεκτικά) στην πυρά, ενώ ακόμη και τα έξοδα της καύσης της θα επιβαρύνουν τον καλλιεργητή! Και αυτό θα συμβεί για την παραγωγή κάνναβης η οποία έτυχε να κινηθεί μεταξύ 0,2% και 0,6% σε περιεκτικότητα THC -και δε θα μπορούσε προφανώς να αξιοποιηθεί ως κάποιου είδους «ναρκωτικό» μιας και με περιεκτικότητα τόσο χαμηλή ακόμη κι αν κανείς καπνίσει ένα τσιγάρο μεγέθους τηλεγραφόξυλου… απλά θα βήχει για το υπόλοιπο του βίου του.
Το θέμα μπορεί σε μια πρώτη ματιά να δείχνει μια λεπτομέρεια τεχνικής φύσης, δεν είναι όμως καθόλου έτσι, μιας και εάν αναλογιστεί κανείς τα πραγματικά δεδομένα, εάν η τροπολογία αυτή ψηφιστεί ως έχει, είναι πολύ πιθανό να σταματήσει για πάντα την καλλιέργεια κλωστικής βιομηχανικής κάνναβης στη χώρα.
Η τετραΰδροκανναβινόλη – THC είναι το συστατικό του φυτού το οποίο το κάνει να έχει και ψυχοδηλωτική δράση, οπότε οι αρμόδιες αρχές, μιας και η ευφορική χρήση του φυτού είναι ακόμη παράνομη στη χώρα μας, οφείλουν να ρυθμίσουν «τα σχετικά με τη δημόσια υγεία και ασφάλεια». Θεωρητικά λοιπόν το να καεί μια σοδειά εάν αυτή προσομοιάζει τη σοδειά «μιας ναρκωτικής ουσίας» δείχνει λογικό.
Το να προκύψει όμως περιεκτικότητα μεγαλύτερη του 0,2% σε μια σοδειά, είναι κάτι σχεδόν τυχαίο: Δύο μέρες μεγαλύτερης ηλιοφάνειας ή υψηλότερης θερμοκρασίας μπορούν να φτάσουν τη σοδειά στο 0,3 ή το 0,4% χωρίς να ευθύνεται και χωρίς καν να μπορεί να το ελέγξει αυτό ο καλλιεργητής. Ακόμη και στο ίδιο χωράφι 4 στρεμμάτων το ανατολικό του τμήμα μπορεί να καταλήξει να δώσει ένα φυτό με περιεκτικότητα 0,3% σε THC και το δυτικό του κομμάτι ένα φυτό με περιεκτικότητα 0,1999%. Οπότε προκύπτει το απλό ερώτημα:
Ποιός αγρότης και για ποιό λόγο θα μπει στον κόπο να καλλιεργήσει ένα φυτό, όταν είναι πλέον τόσο πιθανό το κράτος να τον υποχρεώσει να κάψει τη σοδειά του;
Οι ποικιλίες του φυτού της κλωστικής-βιομηχανικής κάνναβης που είναι εγκεκριμένες προς καλλιέργεια από τις αρμόδιες αρχές θα όφειλαν να αρκούν ώστε να μην υπάρχει σχετικό πρόβλημα. Αλλιώς ποιός ο λόγος να είναι “εγκεκριμένες”; Το να αναζητά η Πολιτεία από τον αγρότη πριν καλλιεργήσει βιομηχανική κάνναβη να προβλέπει εάν για παράδειγμα μετά από 3 μήνες η θερμοκρασία θα ανέβει για δύο μέρες κατά 2 βαθμούς της κλίμακας Κελσίου, δείχνει Ελληνική σουρεαλιστική πατέντα.
Το επίμαχο και “πρωτότυπο” Άρθρο 7 του νομοσχεδίου.
Με δεδηλωμένη τη θέση της κυβέρνησης να προωθήσει τις σχετικές καλλιέργειες του φυτού, προσβλέποντας στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα της χώρας αλλά και στην ενίσχυση του Ελληνικού μεταποιητικού τομέα της κάνναβης, παραμένει η ελπίδα να διορθωθεί ή να αφαιρεθεί από την υπό ψήφιση νόμο η σχετική τροπολογία.
Μπορούμε άλλωστε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα και την πρακτική άλλων Ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με το θέμα και να μην «πρωτοτυπήσουμε» προς το χειρότερο. Για παράδειγμα στην Ιταλία ισχύει το όριο του 0.6%, ενώ στην Ελβετία το αντίστοιχο όριο είναι 1% THC.
Κατά τα άλλα παραγωγοί και μεταποιητές βιομηχανικής κάνναβης στην Ελλάδα αναμένουν εδώ και καιρό να θεσπιστούν από το κράτος τα ανώτερα όρια περιεκτικότητας THC στα τρόφιμα. Και όσο αυτό δε συμβαίνει τα Ελληνικά προϊόντα κλωστικής – βιομηχανικής κάνναβης βρίσκονται σε καθεστώς μειονεκτικό έναντι των Ευρωπαϊκών. Έτσι
Αυτή τη στιγμή εισάγονται και πωλούνται νόμιμα στην Ελλάδα τα ευρωπαϊκά προϊόντα του είδους, ενώ τα αντίστοιχα ελληνικά δε λαμβάνουν τις απαιτούμενες εγκρίσεις από τους βιολογικούς πιστοποιητικούς φορείς, κατ’ εντολή του Υπουργείου
Δεν πιστοποιούνται δηλαδή τα τελικά προϊόντα της ελληνικής παραγωγής κάνναβης, αλλά ανερυθρίαστα πιστοποιούνται τα εισαγόμενα.