Η επιχειρηματολογία, και πολύ περισσότερο η προπαγάνδα, γύρω από «την εξαρτησιογόνο δράση της κάνναβης» βασίλεψαν στο δημόσιο λόγο τις τελευταίες δεκαετίες, αν και το φυτό ζει και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο εδώ και χιλιετίες. Γύρω από το μύθο και την πραγματικότητα «της επικίνδυνης κάνναβης» σπανίως συγκρούονται επιστημονικές απόψεις, συνήθως προκαταλήψεις και ηθικολογίες κυριαρχούν στην πολιτική αντιπαράθεση. Μακριά όμως από τις άναρθρες ιαχές, υπάρχει και η επιστημονική τεκμηρίωση.
Ο Αναστάσιος Ράπτης*, είναι ψυχολόγος του οποίου το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάζεται στην προβληματική χρήση παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών.
Στο πρώτο από τα δύο του άρθρα, εξετάζεται η σχέση της κάνναβης με τη σωματική εξάρτηση, ενώ στο δεύτερο άρθρο του, εξετάζεται η σχέση του φυτού με την πρόκληση ψυχικής εξάρτησης.
Η κατασταλτική αντιμετώπιση της κάνναβης
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ένα από τα βασικά επιχειρήματα που ανέπτυξε και βασίστηκε η κατασταλτική αντιμετώπιση της κάνναβης, και συγκεκριμένα με αυτό της εξάρτησης τόσο σε σωματικό, όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Το εν λόγω επιχείρημα βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, σημαντικό μέρος, όμως, των οποίων αμφισβητείται ως προς την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους από την πλευρά των επιστημόνων που υποστηρίζουν την νομιμοποίηση της ιατρικής χρήσης της κάνναβης.
Ο λόγος αυτής της επιλεκτικής ανάλυσης είναι ότι η εξάρτηση από την κάνναβη (με ιδιαίτερη έμφαση στις δράσεις της στην ψυχική σφαίρα), παρουσιάζεται ως το επιχείρημα ενάντια στην θεραπευτική χρήση της.
Η φαρμακολογική εξάρτηση διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, την σωματική και την ψυχική εξάρτηση. Αρχικά θα ήταν σκόπιμο να παραθέσουμε στοιχεία (Πίνακας 1) για αυτές τις δύο κατηγορίες καθώς και για την έννοια της ανοχής σε μια ουσία, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση.
Πίνακας 1 : Σωματική εξάρτηση, «ψυχική εξάρτηση» και ανοχή |
|
Εξάρτηση Σωματική |
|
Εκδηλώνεται |
Με ένα σύνολο επώδυνων στερητικών συμπτωμάτων |
Αποτελεί |
Ιδιαίτερο γνώρισμα ορισμένων ουσιών |
Είναι |
Αντικειμενική και αποδείξιμη κατάσταση |
Εξάρτηση Ψυχική |
|
Υποδηλώνει |
Την επιθυμία ή τάση για επανάληψη κάθε δραστηριότητας που προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση ή ικανοποίηση. |
Αποτελεί |
Οικουμενικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών απέναντι σε κάθε είδους ερεθίσματα (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις). |
Είναι |
Απολύτως υποκειμενική κατάσταση: Διαπιστώνεται αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια ή να ποσοτικοποιηθεί. |
Ανοχή |
|
Υποδηλώνει |
Την ανάγκη για σταδιακή (και μέχρι ενός ορισμένου ορίου) αύξηση της έντασης ενός ερεθίσματος για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. |
Αποτελεί |
Οικουμενικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών απέναντι σε κάθε είδους ερεθίσματα (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις). |
Είναι |
Απολύτως εξατομικευμένη αντίδραση: Διαπιστώνεται αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια ή να ποσοτικοποιηθεί |
Πηγή : Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ‘‘ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ’’ ΟΥΣΙΩΝ, BERNARD ROQUES, 2001
Η σωματική εξάρτηση
Η φυσική ή σωματική εξάρτηση έχει τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Μαρσέλος, 1997, σελ. 21):
- Ψυχαναγκαστική επιθυμία για την εξεύρεση και χρήση του φαρμάκου.
- Σταθερή τάση για συνεχή αύξηση της δόσης.
- Ψυχολογική αλλά και σωματική εξάρτηση από τη φαρμακολογική δράση της ουσίας, γεγονός που αποδεικνύεται από την εμφάνιση συνδρόμου στέρησης μετά από απότομη διακοπή του φαρμάκου.
- Δυσάρεστα επακόλουθα υπάρχουν πάντοτε, και αφορούν τόσο τον ίδιο το χρήστη, όσο και τον κοινωνικό περίγυρο γενικότερα.
Το εν λόγω θέμα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης. Σύμφωνα με τον United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC, 2012), 1 στους 10 χρήστες κάνναβης θα εξαρτηθεί από την ουσία και θα αναπτύξει σύνδρομο στέρησης. Σύμφωνα με National Academy of Sciences, Institute of Medicine (IOM) (και όχι μόνο) από φαρμακολογικής άποψης, φυσική εξάρτηση και σύνδρομο στέρησης, όπως και ανοχής δεν εκδηλώνεται από την χρήση κάνναβης.
Η λήψη κάνναβης , ακόμα και η μακροχρόνια λήψη, δεν σχετίζεται με την σωματική εξάρτηση και βέβαια η διακοπή της λήψης δεν συνοδεύεται από κάποιο σύνδρομο στέρησης. Υπάρχουν μελέτες οι οποίες αναφέρουν την εμφάνιση συμπτωμάτων (ευερεθιστότητα, ανησυχία, μέτρια ταραχή, διαταραχές ύπνου, ναυτία, κράμπες, μείωση πρόσληψης τροφής, άγχος, κατάθλιψη) (Haney et al., 1999; Kouri, Pope & Harrison, 2000; Monroe, 1998), τα οποία χαρακτηρίζονται ως στερητικά. Χρειάζεται να σημειωθεί ότι αυτά παρατηρούνται σε ένα πολύ μικρό ποσοστό περιπτώσεων (εξαιρετικά σπάνιο συγκριτικά με άλλες ουσίες) και κατά βάση σε εφήβους κατά την διάρκεια απεξάρτησής τους από ουσίες ή σε ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν σε έρευνες στoυς οποία χορηγούνταν καθημερινά και για αρκετές ημέρες μεγάλες ποσότητες THC (Joy et. al., 1999). Επιπλέον, χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι τα συμπτώματα αυτά που αναφέρονται θα πρέπει να τα αξιολογήσουμε σε σύγκριση με συμπτώματα –παρενέργειες άλλων ουσιών όχι μόνο παράνομων αλλά και νόμιμων.
Η ανάπτυξη ανοχής αξιολογείται ως αμφισβητούμενη. Συγκεκριμένα, η συνηθισμένη χρήση κάνναβης σε δόσεις που είθισται να λαμβάνεται δεν οδηγεί σε ανάπτυξη ανοχής. Μάλιστα, περιγράφεται πως πολλές φορές αναπτύσσεται το φαινόμενο της αντίστροφης ανοχής, δηλαδή της μείωσης της δόσης για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος, μετά από επανειλημμένες χρήσης της ουσίας (Μαρσέλος, 1997; Γρίβας, 2001). Η χορήγηση μεγάλων δόσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως συνηθίζεται σε πειραματικές συνθήκες, φαίνεται να εγκαθιστά μια μέτρια ανοχή. Βεβαίως, η συνθήκη της χρήσης για ευφορικούς σκοπούς δεν έχει καμία σχέση με τις πειραματικές συνθήκες. Όσον αφορά την ψυχική εξάρτηση, αξιολογείται μικρότερη συγκριτικά με αυτή του καπνού, της καφεΐνης, του αλκοόλ και των ψυχοτρόπων ουσιών (Μαρσέλος, 1997; Joy et. al., 1999).
Ενδιαφέρουσα κρίνεται η βαθμολόγηση έξι ουσιών ως προς πέντε κατηγορίες από τους καθηγητές φαρμακολογίας Dr. Jack E. Henningfield Ph.D. (ψυχοφαρμακολογίας) και Dr. Neal L. Benowitz MD. Οι ουσίες αυτές ήταν η νικοτίνη, η ηρωίνη, η κοκαΐνη, το αλκοόλ, η καφεΐνη και η μαριχουάνα, ενώ οι κατηγορίες στις οποίες αξιολογήθηκαν ήταν το στερητικό σύνδρομο, η ενίσχυση της ουσίας (δηλαδή η δυνατότητα της ίδιας της ουσίας να ωθεί τον χρήστη να την χρησιμοποιεί ξανά και ξανά και σε προτίμηση από άλλες ουσίες), η αντοχή, ο εθισμός και η τοξικότητα. Και οι δύο κατέταξαν την καφεΐνη και την μαριχουάνα στις κατώτερες θέσεις ως λιγότερο εθιστικές ουσίες (Zimmer & Morgan, 1997).
Η βαθμολόγηση των Dr. Jack E. Henningfield Ph.D. και Dr. Ne al L. Benowitz MD:
Rating System: 1=περισσότερο εξαρτητική, 6=λιγότερο εξαρτητική |
|||||||
1. Dr. Jack E. Henningfield |
|||||||
Ουσία |
στερητικό σύνδρομο |
ενίσχυση της ουσίας |
αντοχή |
εθισμός |
τοξικότητα |
σύνολο |
Μ.Ο. |
Ηρωίνη |
2 |
2 |
1 |
2 |
2 |
9 |
1.8 |
Αλκοόλ |
1 |
3 |
3 |
4 |
1 |
12 |
2.4 |
Κοκαΐνη |
4 |
1 |
4 |
3 |
3 |
15 |
3.0 |
Νικοτίνη |
3 |
4 |
2 |
1 |
5 |
15 |
3.0 |
Μαριχουάνα |
6 |
5 |
6ç |
6ç |
4 |
27 |
5.4 |
Καφεΐνη |
5 |
6 |
5ç |
5ç |
6 |
27 |
5.4 |
2. Dr. Neal L. Benowitz |
|||||||
Ηρωίνη |
2 |
2 |
2 |
2 |
2 |
10 |
2.0 |
Κοκαΐνη |
3 |
1 |
1 |
3 |
3 |
11 |
2.2 |
Αλκοόλ |
1 |
3 |
4 |
4 |
1 |
13 |
2.6 |
Νικοτίνη |
3 |
4 |
4 |
1 |
6 |
18 |
3.6 |
Καφεΐνη |
4 |
5 |
3 |
5 |
5 |
22 |
4.4 |
Μαριχουάνα |
5 |
6 |
5 |
6 |
4 |
26 |
5.2 |
Ο δείκτης ασφάλειας για την ίδια την ζωή του ατόμου που χρησιμοποιεί την εν λόγω ουσία είναι μεγάλος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Mikuriya Τ. (όπως αναφέρεται από Γρίβα Κ., 2001), η θανατηφόρα δόση της THC υπολογίζεται στα 150gr . Η δόση αυτή είναι 40.000 φορές μεγαλύτερη από την συνήθη αποτελεσματική δόση. Συγκριτικά, στο αλκοόλ η θανατηφόρα δόση είναι 4 έως 10 φορές μεγαλύτερη από την συνήθη αποτελεσματική δόση (Γρίβας Κ., 2001). Δεν έχει αναφερθεί ποτέ κάποιο περιστατικό θανάτου από κάνναβη.
Μια άποψη που ενισχύει την επιχειρηματολογία περί εξάρτησης είναι ότι κατά την δεκαετία του ΄90 και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα παρατηρείται αύξηση του αριθμού χρηστών κάνναβης που καταλήγουν σε κέντρα απεξάρτησης (Hall, 2009). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με Substance Abuse and Mental Health Services Administration (SAMHSA), στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, παρατηρήθηκε αύξηση της χρήσης μαριχουάνας ηλικίες από 12 ετών και άνω, από 9% το 1994 σε 14% το 1999 (SAMHSA, 2001), και από 14% το 2000 σε 18% το 2010 (SAMHSA, 2012).
Επίσης, παρατηρείται αύξηση στο ποσοστό των ανθρώπων που ζήτησαν βοήθεια από ειδικούς θεραπευτές σε κέντρα απεξάρτησης ( από 15% το 2001 σε 18% το 2011) (SAMHSA, 2012). Τα 2/3 των θεραπευτικών αιτημάτων σχετικών με την εξάρτηση, για ηλικίες κάτω των 18 ετών, αναφέρουν την κάνναβη ως την πρωταρχική ουσία χρήσης. Τα δεδομένα από το 1992 έως το 2006, αναφέρουν αύξηση σε ποσοστό 188%, για αυτήν την ηλικιακή ομάδα (SAMHSA, 2009).
Αντίστοιχα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρεται αύξηση 200% από το 1999 έως το 2006 σε θεραπευτικά κέντρα για την κάνναβη ως την πρωταρχική ουσία χρήσης (UNODC, 2012; Room et. al., 2010). Στο σημείο αυτό αναφέρονται τα διαγνωστικά κριτήρια της τοξίκωσης από την κάνναβη. Σύμφωνα, λοιπόν, με την πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – 5th Edition [DSM-5]) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (American Psychiatric Association [APA], 2013):
Τοξίκωση από Κάνναβη |
Α. Πρόσφατη χρήση κάνναβης |
Β. Κλινικά σημαντικές προβληματικές συμπεριφορές ή ψυχολογικές μεταβολές (π.χ. έκπτωση του συντονισμού κινήσεων, ευφορία, άγχος, αίσθηση επιβράδυνσης του χρόνου, έκπτωση της κρίσης, κοινωνική απόσυρση) οι οποίες αναπτύσσονται κατά την διάρκεια ή λίγο μετά τη χρήση κάνναβης. |
Γ. Τουλάχιστον δύο από τα παρακάτω σημεία ή συμπτώματα τα οποία αναπτύσσονται μέσα σε διάστημα δύο ωρών από την χρήση κάνναβης.
|
Δ. Τα σημεία ή τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε μια άλλη σωματική κατάσταση και δεν εξηγούνται καλύτερα με άλλη Ψυχική Διαταραχή, συμπεριλαμβανόμενης της τοξίκωσης από άλλη ουσία. |
Πηγή: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – 5th Edition [DSM-5], Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, 2015.
Ακολουθώντας την άποψη αυτή, με φαινομενικά λογικούς συνειρμούς μπορούμε να οδηγηθούμε στην ενίσχυση της επιχειρηματολογίας περί εξάρτησης που προκαλεί η κάνναβη, αφού η αύξηση των ποσοστών των ανθρώπων που ζητούν βοήθεια για την απεξάρτησή τους από την κάνναβη φανερώνει την εξάρτηση που προκαλείται από την χρήση της (αν και κάποιος θα μπορούσε να «διαβάσει» την αναποτελεσματικότητα της κατασταλτικής πολιτικής πίσω από αυτά τα ποσοστά). Η αποκλειστική έμφαση που δίνεται πολλές φορές σε αυτά τα ποσοστά, ίσως κάνει σε έναν βαθμό πιο δυσδιάκριτη τη ανάγνωση και άλλων στοιχείων που περιγράφονται στις ίδιες έρευνες και που η συνδυαστική ανάγνωση τους ίσως να δίνει μια εικόνα πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον Grinspoon L., καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Ηarvard, λίγες είναι οι περιπτώσεις ατόμων που από μόνοι τους ζήτησαν βοήθεια για την χρήση κάνναβης. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων που βρίσκονται σε προγράμματα απεξάρτησης για την κάνναβη έχουν συλληφθεί για κατοχή μικρών ποσοτήτων μαριχουάνας και έχουν παραπεμφθεί για θεραπεία από δικαστικές αποφάσεις. Στην ίδια οπτική κινούνται και οι Zimmer & Morgan (1997), που αναφέρουν ότι η αύξηση του αριθμού των αιτημάτων για απεξάρτηση από την κάνναβη αποτελεί προϊόν πίεσης από γονείς ή συγγενείς, δικαστικές αποφάσεις ή από τους εργοδότες αυτών των «εξαρτημένων» ατόμων.
Τα προγράμματα απεξάρτησης «…χαρακτηρίζουν τους χρήστες μαριχουάνας ως ¨εξαρτημένους από την μαριχουάνα¨, ακόμα και αν δεν πληρούν ιατρικά τα επίσημα κριτήρια σωματικής εξάρτησης…» (Zimmer & Morgan, 1997, σελ. 111). Επίσης, ο Grinsroon L. αναφέρει πως σύμφωνα με έρευνα του SAMHSA (2002), κατά την δεκαετία του ΄90 παρατηρήθηκε μείωση των ποσοστών της οικειοθελούς αναζήτησης ειδικής βοήθειας για την χρήση κάνναβης, ενώ αύξηση των παραπομπών από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όπως και αύξηση των συλλήψεων για μικρά αδικήματα σχετικά με την κάνναβη.
Λαμβάνοντας τα στοιχεία αυτά υπόψη, γίνεται πιο ξεκάθαρη η εικόνα πίσω από την η επιχειρηματολογία του ότι η αύξηση των αιτημάτων σε κέντρα απεξάρτησης δείχνει την εξαρτησιογόνο δράση της κάνναβης και μάλιστα φαίνεται το εν λόγω επιχείρημα να μην έχει βάση.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως σε μεγάλο αριθμό μελετών τα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν ότι η συστηματική χρήση μπορεί να προκαλέσει αντοχή, σωματική και ψυχολογική εξάρτηση και στερητικό σύνδρομο κατά την αποχή του ατόμου από την χρήση εμφανίζουν μεθοδολογικά σφάλματα τα οποία θέτουν υπό κρίση την αξιοπιστία και εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μεγάλες ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές σε σχέση με την χρήση φυσικής κάνναβης για ευφορικούς λόγους.
Διαφορές παρατηρούνται ως προς το είδος, την ποσότητα της ουσίας, τις συνθήκες λήψης, την ψυχολογική κατάσταση του χρήστη (μην ξεχνάμε ότι η κάνναβη είναι μια ψυχοδηλωτική ουσία), οι οποίες καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματα των ερευνών (Οικονομόπουλος, 2014; Γρίβας, 2001).
Αρχικά, στις πειραματικές συνθήκες χρησιμοποιείται συνθετική THC σε υπερβολικά μεγάλες ποσότητες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο τρόπος χορήγησης είναι ενέσιμος. Επιπλέον, σε έρευνες που πραγματοποιούνται σε ζώα, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη ότι πολλές φορές οι επιδράσεις είναι αντίθετες. (π.χ. η Μορφίνη ηρεμεί τους ανθρώπους, ενώ κάνει τα ζώα επιθετικά) (Οικονομόπουλος, 2014). Τέλος, σε πολλές έρευνες εντοπίζονται μεθοδολογικά σφάλματα σε σχέση με το δείγμα (δηλαδή, το σύνολο των ανθρώπων που παίρνουν μέρος στην μελέτη) της έρευνας (μεροληψία του δείγματος) μιας και σημαντικό μέρος αυτού είχε είτε ψυχιατρικό ιστορικό, είτε ήταν πολυχρήστες, δηλαδή έκαναν χρήση και άλλων ουσιών (ηρωίνη, κοκαΐνη, αλκοόλ) (Οικονομόπουλος, 2014; Zimmer & Morgan, 1997).
Η κατανάλωση της φυσικής κάνναβης σε μικρές ή μέτριες δόσεις (ο εκάστοτε χρήστης εμπειρικά ρυθμίζει την δοσολογία), σε οικείο περιβάλλον με σκοπό την ευχαρίστηση (ευφορία), είναι μια διαφορετική κατάσταση από αυτή των πειραματικών συνθηκών. Η φυσική κάνναβη περιέχει πολλές χημικές ενώσεις και τουλάχιστον 88 φυτοκανναβινοειδή, όχι μόνο THC, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλληλοδεσμευτικά (για παράδειγμα η κανναβιδιόλη (CBD) δρα ανταγωνιστικά στην Δ9-τετραϋδροκανναβινόλη Δ9-THC) (Οικονομόπουλος, 2014; Γρίβας, 2001).
Γενικότερα, την έρευνα των επιδράσεων της κάνναβης δυσκολεύουν παράγοντες όπως η ποιότητα και η ποσότητα της κάνναβης, ο τρόπος και η συχνότητα χρήσης της, ο συνδυασμός της με άλλες ουσίες, μα πάνω από όλα το γεγονός ότι αποτελεί μια παράνομη ουσία (μια παράνομη συμπεριφορά είναι μια κρυφή συμπεριφορά δυσκολεύοντας έτσι την επιστημονική έρευνα).
Η απομόνωση ενός φυτοκανναβινοειδούς της THC, του μόνου ψυχότροπου, η χορήγησή του σε μεγάλες ποσότητες, σε μη οικείο περιβάλλον ή/και σε συνθήκες πολυήμερης απομόνωσης, με ενέσιμο τρόπο χορήγησης, μας δίνει το δικαίωμα να διερωτηθούμε για το εάν υπάρχει κάποια σχέση με την φυσιολογική συνθήκη, για το κατά πόσο μιλάμε ακόμα και για την ίδια ουσία, αλλά και κατά πόσο μεθοδολογικά ευσταθεί η γενίκευση των αποτελεσμάτων τέτοιων ερευνητικών μελετών πάνω στις οποίες βασίζεται το επιχείρημα της εξάρτησης (και όχι μόνο) από την χρήση κάνναβης.
*Ο Αναστάσιος Ράπτης είναι Ψυχολόγος, απόφοιτος του Πάντειου Πανεπιστήμιου, ενώ κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Κλινικής Ψυχολογίας (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Μέρος των ερευνητικών του ενδιαφερόντων αφορούν στην προβληματική χρήση παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών. Συμμετέχει ενεργά τα τελευταία 15 έτη στην λειτουργία του Ελευθεριακού Συνδέσμου Απεξάρτησης (ΕΛΕΥ.ΣΥΝ.Α.), ομάδα απεξάρτησης και επανένταξης ατόμων με προβλήματα χρήσης παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών (ναρκωτικών). Στα πλαίσια της ειδίκευσης στην Κλινική Ψυχολογία, υλοποίησε την πρακτική του άσκηση στην Α’ Ψυχιατρική Κλινική του Αιγινητείου Νοσοκομείου του Ε.Κ.Π.Α. και στην Μονάδα Νέων/ Εφήβων «ΑΤΡΑΠΟΣ» του ΟΚΑΝΑ. Κατά την διάρκεια εκπαίδευσής του, παρακολούθησε σημαντικό αριθμό συνεδρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την ολοένα και πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των υπό μελέτη ζητημάτων και την απαρτίωση του θεωρητικού του υποβάθρου. Τέλος, είναι άμισθος εξωτερικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Πειραματικής και Εφαρμοσμένης Ανάλυσης της Συμπεριφοράς.
Πηγές:
-
American Psychiatric Association:Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – 5th Edition [DSM-5], Διαγνωστικά κριτήρια, Μετάφραση-Επιμέλεια: Γκοτζαμάνης Κ. Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα, 2015
-
Arnao G., Το Απαγορευμένο χόρτο. Νεα Σύνορα, Αθήνα, 1982
-
Hall Wayne, Degenhardt Louisa, Lynskey Michael (2001). The health and psychological effects of cannabis use. Monograph Series No. 44
-
Hall, W. (2009). The adverse health effects of cannabis use: What are they, and what are their implications for policy?. International Journal of Drug Policy, 20, 458-466.
-
Joy, J. E., Watson Jr, S. J., & Benson Jr, J. A. (Eds.). (1999). Marijuana and Medicine:: Assessing the Science Base. National Academies Press.
-
Julien M. R. (2003), Βασικές αρχές ψυχοφαρμακολογίας. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης.
-
Kouri, E. M., & Pope Jr, H. G. (2000). Abstinence symptoms during withdrawal from chronic marijuana use. Experimental and clinical psychopharmacology, 8(4), 483.
-
Monroe J. (1998).Marijuana–a mind-altering drug. Current Health, 2, 16-19.
-
Room, R., Fischer, B., Hall, W., Lenton, S. and Reuter, P. (2010). Cannabis Policy: Moving Beyond Stalemate, Oxford, UK: Oxford University Press.
-
Roques B., (2001). Η επικινδυνότητα των «ναρκωτικών» ουσιών. Επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας. 1η έκδ., Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση.
-
Substance Abuse and Mental Health Services Administration (SAMHSA) (2001) Treatment Episode Data Set (TEDS): 1994-1999. National Admissions to Substance Abuse Treatment Services, DASIS Series: S-14, DHHS Publication No. (SMA) 01-3550, Rockville, MD: Substance Abuse and Mental Health Services Administration.
-
Substance Abuse and Mental Health Services Administration (SAMHSA) (2012).Treatment Episode Data Set (TEDS): 2000-2010. National Admissions to Substance Abuse Treatment Services. DASIS Series S-61, HHS Publication No. (SMA) 12-4701. Rockville, MD: Substance Abuse and Mental Health Services Administration.
-
Substance Abuse and Mental Health Services Administration (SAMHSA) (2002). Treatment Referral Sources for Adolescent Marijuana Users. The DASIS Report. US Office of Applied Studies
-
Substance Abuse and Mental Health Services Administration. (2009). Office of Applied Studies. Treatment Episode Data Set (TEDS): 2009 Discharges from Substance Abuse Treatment Services,DASIS.
-
United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC) (2012). Cannabis: Α Short Review. Discussion Paper.
-
Zimmer L. & Morgan P,J..(2005).Μαριχουάνα μύθοι και αλήθειες. Αθήνα: Εκδ. ΟΞΥ.
-
Γρίβας Κ., (2001). Κανναβη, Μαριχουάνα, Χασις. Αθήνα: Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη.
-
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά Στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής (αναθεωρημένη έκδοση). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
-
Μαρσέλος Μ. (1997). Εξαρτησιογόνες Ουσίες. Τυπωθήτω, Αθήνα.
-
Οικονομόπουλος Α. Γ. (2014). Το ίαμα κάνναβη: το κυνηγημένο βοτάνι και οι εντυπωσιακές θεραπευτικές εφαρμογές του. Αθήνα: Εκδ. Κέδρος.