Η κουλτούρα της κάνναβης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Τζαμάικα και τους Ρασταφάρι, πέρα όμως απ’ τις σχηματικές προσεγγίσεις των εμβλημάτων τόσο του φυτού όσο και του νησιού, κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος και η πλούσια σε μουσική και ιδέες ιστορία του. Ένας κόσμος που άλλοτε δείχνει τόσο συναισθηματικός κι άλλοτε τόσο κυνικός που ακόμη και οι ιστορικές αναφορές σε αυτόν συχνά θυμίζουν φιλμ νουάρ.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος ο Λάμπρος Φάτσης* καταγράφει την επιρροή της πλέον εμβληματικής φυσιογνωμίας τόσο της μουσικής ρέγκε όσο και των Ρασταφάρι.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος έκανε μια καταγραφή της αποικιοκρατικής ιστορίας του νησιού και της γέννησης του κινήματος του Ρασταφαριανισμού. Ξεκινώντας από τις 56 σφαίρες και την απόπειρα δολοφονίας του Μπομπ Μάρλεϋ, ξεδιπλώνει τις αφορμές για την συγκρότηση της ιδεολογίας του κινήματος.
Στο δεύτερο μέρος κατέγραψε την πολιτική βία που ταλάνισε το νησί τη δεκαετία του ’20 και του ’30, αλλά και η δράση του υπόκοσμου της Τζαμάικα και το αποτύπωμά της σε επίπεδο κουλτούρας και μουσικής.
Στο τρίτο μέρος, μπήκε στα βαθιά της μουσικής κουλτούρας του νησιού, εκείνης που έφερε ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα τις κινούμενες μουσικές καντίνες, τα γιγαντιαία ηχητικά συστήματα, την αναγνώριση των ηχοληπτών και των DJs ως καλλιτεχνών, και υπήρξε το προοίμιο τόσο της ραπ όσο και της χρήσης της μουσικής ως εργαλείου πολιτικής συμφιλίωσης.
Το αφιέρωμα διαβάζεται… όπως πρέπει, με τη συνοδεία των ραδιοφωνικών εκπομπών του Λάμπρου Φάτση. Iδανική εκπομπή για κλείσιμο του αφιερώματος, ακόμη κι αν αυτό κλείνει με τον Bob Marley, η αφιερωμένη στον Haile Selassie.
VII. Ο βίος και η πολιτεία του Mποµπ Mάρλεϊ ως προϊόντος της τζαµαϊκάνικης κουλτούρας
O Mπομπ Μάρλεϊ το 1965 (πηγή)
Ο Mποµπ Mάρλεϊ δεν χρειάζεται συστάσεις. Tο πρόσωπό του φιγουράρει στα πιο απίθανα σηµεία: από εµπορική ετικέτα µέχρι αφίσα σε πολλά εφηβικά δωµάτια ανά τον κόσµο δίπλα στα πορτρέτα του Τσε, του Καρλ Μαρξ και του Αϊνστάιν.
H αδιάπτωτη δηµοφιλία του Mάρλεϊ ενισχύει την εµπορική υστεροφηµία του, αλλά η εικόνα αυτή είναι ελλιπής, αν όχι και προσβλητική για κάποιον που θεωρεί εξαιρετικά σηµαντική τη συµβολή του τόσο στη µουσική, όσο και στον πολιτικό ακτιβισµό.
Ακόµα και ο πιο πιστός οπαδός του «µαρλεϊσµού», λοιπόν, δύσκολα θα αµφισβητήσει το γεγονός ότι κάθε πρόσωπο που εµπνέει παγκόσµιο θαυµασµό, συχνά µετατρέπεται τόσο σε αντικείµενο υπέρµετρης λατρείας, όσο και σε προϊόν εκµετάλλευσης, αν όχι και ευτελισµού. Και οι δύο αυτές όψεις, όµως, δυσχεραίνουν την ουσιαστική αποτίµηση τέτοιων προσωπικοτήτων, είτε γιατί λαµβάνουν ηρωικές και µυθολογικές διαστάσεις, είτε διότι καταλήγουν σε ευτελή κλισέ.
Στο έβδοµο, λοιπόν, και τελευταίο µέρος της Eισαγωγής ο «Τραγουδιστής», όπως τον αποκαλεί στο µυθιστόρηµά του ο Mάρλον Tζέιµς, θ’ αντιµετωπιστεί ως το ιστορικό πρόσωπο του οποίου η βιογραφία διατρέχει την ιστορία της Τζαµάικας από την ανεξαρτησία της και µετά.
Ο Mποµπ Mάρλεϊ γεννιέται το 1945 στο χωριό Nάιν Mάιλ του Σεντ Aν από µητέρα Τζαµαϊκανή και πατέρα Βρετανό, αλλά µεγάλωσε στην παραγκούπολη Tρεντστάουν, όπου και γαλουχήθηκε µε τη µουσική του νησιού και τις αρχές του Ρασταφαριανισµού. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τριγυρνά στο θρυλικό Στούντιο Oυάν, και ο κατά τ’ άλλα αυταρχικός ιδιοκτήτης του στούντιο Kλέµεντ ‘Kόξον’ Nτοντ θα τον «υιοθετήσει», αφήνοντάς τον να περιφέρεται ελεύθερα στο στούντιο, ενώ δέχεται να ηχογραφήσει και τον πρώτο δίσκο του Mάρλεϊ µε τους Γουέιλινγκ Γουέιλερς (Wailing Wailers) (Πίτερ Tος, Mπάνι Γουέιλερ, Tζούνιορ Mπράθγουέιτ, Mπέβερλι Kέλσο, Tσέρι Σµιθ προτού µετονοµαστούν σε σκέτο Γουέιλερς χωρίς τον Mπράθγουέιτ, την Kέλσο και τον Σµιθ).
Ο πρώτος αυτός δίσκος κυκλοφόρησε το 1966 και αποτελεί εξαιρετικό δείγµα σκα της εποχής µε επιτυχίες όπως το «One Love», το «Simmer Down», το «Put It On» και το «Love And Affection». Λίγα χρόνια αργότερα θα µεταναστεύσει στις HΠA, όπου και θα εργαστεί στο εργοστάσιο της Kράισλερ στο Nτέλαγουερ· γρήγορα, όµως, επιστρέφει στην Τζαµάικα, όπου θα ηχογραφήσει µαζί µε τους Wailers για τον Λι ‘Σκρατς’ Πέρι στο περίφηµο στούντιο Mπλακ Aρκ.
Στη συνέχεια θα δηµιουργήσει δική του δισκογραφική ετικέτα, την Tuff Gong, και θα υπογράψει συµβόλαιο µε την Island Records του εύπορου λευκού Τζαµαϊκανού Kρις Mπλάκγουελ. Μετά την περιοδεία τους στην Ευρώπη και στις HΠA το 1972 και το 1973 αντίστοιχα, ο Γουέιλερ και ο Tος θ’ αποχωρήσουν και ο Mάρλεϊ πορεύεται πλέον µόνος του, φροντίζοντας τη δηµόσια εικόνα του: αφήνει ντρέντλοκς και λανσάρει σταδιακά τον εαυτό του ως πιστό ρασταφαριανό, αν και ο Mπάνι Γουέιλερ ήταν ο µόνος οργανωµένος ράστα από τους εναποµείναντες τρεις Γουέιλερς.
H σόλο καριέρα του εκτοξεύεται, όπως αποδεικνύεται και από την εµβληµατική παρουσία του στο One Love Peace Concert, το 1978, και στη συναυλία του στη Ζιµπάµπουε, το 1980, για τον εορτασµό της ανεξαρτητοποίησης της χώρας. Ένα χρόνο µετά, ο Mάρλεϊ θα χάσει τη µάχη µε τον καρκίνο και θα κηδευτεί δηµοσία δαπάνη.
H κηδεία του θα θύµιζε από άποψη πλήθους και εκδηλώσεων την αποθεωτική υποδοχή του Xαϊλέ Σελασιέ στο αεροδρόµιο του νησιού το 1966 από 100.000 ρασταφαριανούς, συνοδεία κρουστών.
Ο βίος και η πολιτεία του Mάρλεϊ συνοψίζει εντυπωσιακά τις διάφορες φάσεις της τζαµαϊκάνικης ιστορίας, η οποία θα µπορούσε να παραλληλιστεί µ’ ένα ρυάκι που διατρέχει τις διάφορες πτυχώσεις εκείνης της κόλλας χαρτιού που τσαλάκωσε ο Κολόµβος τον 16ο αι. µ.Χ. για να περιγράψει την πολύπλοκη γεωγραφία του νησιού.
Από την καταγωγή του ως µιγάς και τις εµπειρίες του από τις φτωχογειτονιές του νησιού, µέχρι τη µουσική του πορεία από τα σκα και τα ροκστέντι που ηχογράφησε για το Στούντιο Oυάν του Kόξον και το Pάντι’ς του Kλάιβ Tσιν και µέχρι τη συνεργασία του µε τους Γουέιλερς σε µια πιο «ροκ» εκδοχή της ρουτς ρέγκε, ο Mποµπ Mάρλεϊ δικαίως µετατρέπεται σε συνώνυµο της τζαµαϊκάνικης κουλτούρας, πόσο µάλλον όταν εντάσσεται στην αφηγηµατική τεχνική σύγχρονων πεζογράφων όπως του Mάρλον Tζέιµς, ο οποίος τον υιοθετεί ως τον αφανή ήρωα του βιβλίου του για να περιγράψει τις πιο κρυφές και σκοτεινές πτυχές της ζωής του νησιού.
Eν κατακλείδι, ο Mάρλον Tζέιµς, πλέκει τον καµβά της πλοκής στο βραβευµένο βιβλίο του αντλώντας µε µοναδικό τρόπο και λογοτεχνικό στυλ απ’ όλα τα πιο πάνω στοιχεία της ταυτότητας της χώρας του. Tα υπόλοιπα επαφίενται στον αναγνώστη.
Mπορεί να το δει ως ελεγεία στον Mποµπ Mάρλεϊ, η απόπειρα δολοφονίας του οποίου αποτελεί και το κεντρικό γεγονός γύρω απ’ το οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Mπορεί να το δει ως το µυθοπλαστικό µεν, ρεαλιστικό δε πορτρέτο της ζωής και της ιστορίας του νησιού ή, εν τέλει, να το δει ως ένα κοµψοτέχνηµα της σύγχρονης µεταποικιοκρατικής λογοτεχνίας.
Όπως και να διαβαστεί, όµως, η Σύντοµη Ιστορία Επτά Φόνων θα αποζηµιώσει πλήρως τον αναγνώστη µε την εξαιρετική απόδοση της πολυδιάστατης ανθρωπογεωγραφίας του νησιού και µε τους τέλεια δουλεµένους χαρακτήρες που πλαισιώνουν την αφήγηση. Όσο για τις µουσικές αναφορές του συγγραφέα, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς πως δεν προσδίδουν ένταση και συναίσθηµα στην αφήγηση.
* O Λάµπρος Φάτσης είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας και Εγκληµατολογίας στο University of Southampton. Είναι επίσης γνωστός ως αφοσιωµένος δισκωρύχος και δισκοθέτης (ρέγκε selector) µε το ψευδώνυµο Boulevard Soundsystem. Από το 2010 µέχρι το 2014 παρουσίαζε τις ραδιοφωνικές εκποµπές «Dub le Bubble» και «At Home with Boulevard Soundsystem» στο radiobubble.gr, αφιερωµένες στην ιστορία και την εξέλιξη της τζαµαϊκάνικης µουσικής, και έχει συνεργαστεί µε πολλά εγχώρια και παγκόσµια ονόµατα της ρέγκε όπως: Anna Mystic, Blend Mishkin, Brother Culture, Champian (Tighten Up), MC Trooper, MC Ishu, Serocee, Roots Garden Soundsystem (Roots Garden Records), Richie Phoe, και DJ Cut La Vis (Nice Up Records).
- Oι εκπομπές του Λάμπρου Φάτση στο radiobubble